- καθηγοῦμαι
- καθηγέομαιact as guidepres ind mp 1st sg (attic epic doric)καθηγέομαιact as guidepres ind mid 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθηγούμαι — (AM καθηγοῡμαι, έομαι, Α ιων. τ. κατηγοῡμαι) νεοελλ. (μόνο το αρσ. και θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ο καθηγούμενος, η καθηγουμένη ηγούμενος, ηγουμένη μοναστηριού αρχ. 1. είμαι οδηγός, πηγαίνω μπροστά (α. «ἄλλας τε κατηγεόμενοί σφι ὁδούς», Ηρόδ. β.… … Dictionary of Greek
καθηγούμενος — ο, θηλ. καθηγουμένη (AM καθηγούμενος, θηλ. καθηγουμένη) βλ. καθηγούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένη μτχ. ενεστ. τού ρ. καθηγοῦμαι] … Dictionary of Greek
ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ … Dictionary of Greek
καθήγησις — καθήγησις, ἡ (AM) [καθηγούμαι] μσν. η θέση τού ηγουμένου σε μοναστήρι αρχ. καθοδήγηση … Dictionary of Greek
καθηγεμών — καθηγεμών, όνος, ό, ή (AM, Α ιων. τ. κατηγεμών, δωρ. καθαγεμών) [καθηγοῡμαι] 1. ηγεμόνας 2. δάσκαλος, καθοδηγητής («καθηγεμὼν τῆς ἀρετῆς», Πλούτ.) αρχ. 1. ο επικεφαλής, ο οδηγός («καθηγεμὼν τῆς ὁδοῡ», Ηρόδ.) 2. αρχηγός, εξουσιαστής («Ἀράτῳ… … Dictionary of Greek
καθηγητήρ — καθηγητήρ, ῆρος, θηλ. καθηγήτειρα, δωρ. τ. καθαγητήρ (Α) [καθηγούμαι] 1. οδηγός 2. διδάσκαλος, καθηγητής 3. ηγούμενος μοναστηριού … Dictionary of Greek
καθηγητής — ο, θηλ. καθηγήτρια (AM καθηγητής) [καθηγοῡμαι] 1. αυτός που διδάσκει κάτι με γνώση και κύρος, διδάσκαλος (α. «καθηγητής χορού» β. «μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί, εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν καθηγητής, ὁ Χριστός», ΚΔ) 2. αυτός που έχει επάγγελμα να διδάσκει τα… … Dictionary of Greek
προκαθηγούμαι — έομαι, ΜΑ 1. (σχετικά με λογική προτεραιότητα) προηγούμαι, σε αντιδιαστολή με το έπομαι 2. (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ἡ προκαθηγουμένη η προϊσταμένη μοναστηριού καλογριών, η ηγουμένισσα αρχ. 1. προπορεύομαι και οδηγώ 2. καθοδηγώ, συμβουλεύω… … Dictionary of Greek